ιχανώ

ιχανώ
ἰχανῶ, -άω (Α)
επιθυμώ πολύ, επιζητώ κάτι με επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἀχήν* «φτωχός» και με αρχ. ινδ. īhate «επιθυμώ». Ο αρχικός τ. τού ρ. πρέπει να ήταν ἰχαίνω, που μεταπλάστηκε σε ἰχανῶ κατά το ὑφαίνω: ὑφανῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰχανῶ — ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave imperf ind mp 2nd sg ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres imperat mp 2nd sg ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres subj act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχήν — ἀχήν ( ῆνος), ο, η (Α) φτωχός, ενδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής ( ήν / ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν… …   Dictionary of Greek

  • ιχαίνω — ἰχαίνω (Α) βλ. ιχανώ …   Dictionary of Greek

  • ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”