ἰχανῶ — ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave imperf ind mp 2nd sg ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres imperat mp 2nd sg ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχήν — ἀχήν ( ῆνος), ο, η (Α) φτωχός, ενδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής ( ήν / ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν… … Dictionary of Greek
ιχαίνω — ἰχαίνω (Α) βλ. ιχανώ … Dictionary of Greek
ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… … Dictionary of Greek